ξεπλένω — ξεπλένω, ξέπλυνα βλ. πίν. 195 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπλένω — και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος 1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι. 2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης). 3. το μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπλένω — κ. πλύνω (AM ἀποπλύνω) ξεπλένω για να καθαρίσω κάποιον ή κάτι νεοελλ. τελειώνω το πλύσιμο μσν. νεοελλ. ξεπλένω μσν. σβήνω ξεπλένοντας αρχ. μσν. καθαίρω, εξαγνίζω … Dictionary of Greek
εκνίζω — ἐκνίζω (Α) 1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.) 2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου 3. καθαρίζω, εξαγνίζω 4. κάνω κάτι διαυγές … Dictionary of Greek
εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] … Dictionary of Greek
επιδιακλύζω — ἐπιδιακλύζω (Α) ξεπλένω στη συνέχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια κλύζω «ξεπλένω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
προεκκλύζω — Α ξεπλένω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»] … Dictionary of Greek
προσαποπλύνω — Α ξεπλένω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπλύνω «ξεπλένω για να καθαρίσω»] … Dictionary of Greek
συναποκλύζω — Α αποπλύνω, ξεπλένω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά, αποτρέπω με καθαρμούς»] … Dictionary of Greek
συνεκκλύζω — Α ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek