ξεπλένω

ξεπλένω
και ξεπλύνω
1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα
2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια»)
3. καθυβρίζω
4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.)
5. μέσ. ξεπλένομαι και ξεπλύνομαι
α) χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
β) καταστρέφομαι οικονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλύνω (αόρ. ἐξ-έπλυνα) βλ. λ. ξ(ε)-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεπλένω — ξεπλένω, ξέπλυνα βλ. πίν. 195 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπλένω — και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος 1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι. 2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης). 3. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπλένω — κ. πλύνω (AM ἀποπλύνω) ξεπλένω για να καθαρίσω κάποιον ή κάτι νεοελλ. τελειώνω το πλύσιμο μσν. νεοελλ. ξεπλένω μσν. σβήνω ξεπλένοντας αρχ. μσν. καθαίρω, εξαγνίζω …   Dictionary of Greek

  • εκνίζω — ἐκνίζω (Α) 1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.) 2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου 3. καθαρίζω, εξαγνίζω 4. κάνω κάτι διαυγές …   Dictionary of Greek

  • εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] …   Dictionary of Greek

  • επιδιακλύζω — ἐπιδιακλύζω (Α) ξεπλένω στη συνέχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια κλύζω «ξεπλένω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • προεκκλύζω — Α ξεπλένω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»] …   Dictionary of Greek

  • προσαποπλύνω — Α ξεπλένω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπλύνω «ξεπλένω για να καθαρίσω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποκλύζω — Α αποπλύνω, ξεπλένω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά, αποτρέπω με καθαρμούς»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλύζω — Α ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”